ΓΔΙΚΙΩΜΟΣ ή ΒΕΝΤΕΤΑ ή ΑΝΤΕΚΔΙΚΗΣΗ


Ο Γδικιωμός ή Βεντέτα ή αντεκδίκηση ή όπως αλλιώς λέγεται είναι ένα βάρβαρο ειδωλολατρικό έθιμο που υπήρξε για πολλά χρόνια σε ορισμένα μέρη της Ελλάδος και δυστυχώς σε κάποιο βαθμό, έστω και σε περιορισμένη κλίμακα, εξακολουθεί να υπάρχει ακόμη.
Μεταξύ των περιοχών στις οποίες το φαινόμενο αυτό υπήρξε έντονο και δεν έχει ακόμη εξαλειφθεί απολύτως είναι η Κρήτη και η Μάνη. Ακόμη και η ιδιαίτερη πατρίδα μου, η Κελεφά, αναφέρεται μεταξύ των περιοχών εκείνων της Μάνης που το απάνθρωπο αυτό «έθιμο» βρήκε έδαφος και επέζησε για αρκετά χρόνια. Ο ποιητής της Μάνης, ο περίφημος Νηφάκος από τον 18ο αιώνα (γύρω στα 1750) γράφει σχετικά:
«Και ποίους πρώτα να ειπώ, ποίους να σου θυμίσω,
Που άδεια και που καιρός να τους απαριθμήσω;
Τους Ανδρουβίστιανους μπροστά να πω ή τους Ζυγιώτας
Ή Καστανιώτας αγαπάς ή τους Σταυροπηργιώτας
Ή όσους έχει η Κελεφά χαημένους
Ή του Βαχού, Κρύου Νερού τους μακελλοκομμένους;»

Για το «έθιμο» αυτό έχουν γράψει πολλοί και αξιόλογοι συγγραφείς. Μερικοί από αυτούς αναλύοντας ιστορικά, κοινωνικά και πολιτιστικά στοιχεία προσπαθούν να το εξηγήσουν και μερικές φορές εμμέσως να το δικαιολογήσουν, αλλά χρησιμοποιώντας τα παραπάνω στοιχεία, δεν καλύπτουν την ουσία του φαινομένου που είναι η αμαρτία και τα ολέθρια αποτελέσματά της. Για παράδειγμα ο αείμνηστος Ανάργυρος Κουτσιλιέρης, στο βιβλίο του «ΤΑΙΝΑΡΟ Η ΧΩΡΑ ΑΧΑΙΩΝ ΚΑΙ ΔΩΡΙΕΩΝ ΜΑΝΙΑΤΩΝ, ΑΘΗΝΑ 2005» γράφει «Το συμπέρασμα που αβίαστα βγαίνει από την παράδοση και τα λίγα γραπτά στοιχεία, είναι ότι για πολλούς αιώνες ισχύει στη Μάνη η αρχή πως ο φόνος δημιουργεί στους συγγενείς του σκοτωμένου την υποχρέωση να σκοτώσουν το φονιά ή κάποιον συγγενή του… Η αυτοδικία πρέπει ασφαλώς να συνδέεται με τις συνθήκες που διαμορφωθήκανε στην περιοχή της Μάνης, όταν από τη χώρα αυτή έλειψε κάθε ίχνος δικαστικής και εκτελεστικής εξουσίας» (σελ. 91-92). 
Εμείς στην παρούσα παρουσίαση, δεν θα εξετάσουμε το θέμα του γδικιωμού από καμία άλλη πλευρά, πλην εκείνης της θρησκευτικής. Θα προσπαθήσουμε να αναλύσουμε τις πτυχές εκείνες που διδάσκουν όχι τι γίνεται αλλά τι πρέπει να γίνεται, που διδάσκουν το τελικό συμφέρον της σωτηρίας της ψυχής του ανθρώπου και όχι την συναισθηματική, την εθιμική και την κοινωνική πλευρά του, που πολλάκις μας απομακρύνουν από την αλήθεια.
Ο Χριστός θέλοντας να διαφοροποιήσει το παρελθόν με την αλήθεια που φέρνει η νέα πίστη είπε: «Ακούσατε ότι ελέχθη θα αγαπήσεις τον πλησίον σου και θα μισήσεις τον εχθρό σου, Εγώ όμως σας λέγω αγαπάτε τους εχθρούς σας, ευεργετείτε εκείνους που σας μισούν για να γίνετε τέκνα του Θεού. Γιατί αν αγαπάτε μόνο εκείνους που σας αγαπούν δεν πράττετε κάτι το εξαιρετικό. Για να γίνετε τέλειοι, σαν τον ουράνιο Πατέρα πρέπει να φθάσετε σε αυτό το σημείο, όχι μονάχα να μην κάνετε κακό στους εχθρούς σας, αλλά να τους αγαπάτε κιόλας » (Ματθ. Ε΄ 43 -48).
Σύμφωνα λοιπόν με την διδασκαλία του Χριστού, καμία δικαιολογία δεν υπάρχει και καμία υποχρέωση δεν νομιμοποιείται, ώστε να σκοτώνει ο ένας τον άλλο και να θέλει να δικάζει από μόνος του, τον συνάνθρωπό του, ακόμη και εκείνον που του έκανε το μεγαλύτερο κακό.
Ο άγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος, ευρισκόμενος σε πλήρη συμφωνία με τον σωτήρα Χριστό λέγει:  «Σας ζητώ και φωνάζω με δυνατή φωνή, Κανένας να μην έχει εχθρό, Κανένας να μην πλησιάσει να κοινωνήσει αν έχει εχθρό. Πρώτα πρέπει να ξεχάσει την έχθρα και να συμφιλιωθεί μαζί του και μετά να πλησιάσεις το Ιερό. Ο ίδιος ο Χριστός σταυρώθηκε και έχυσε το αίμα του για να σε συμφιλιώσει με το συνάνθρωπό σου… Ένα μόνο εχθρό διαταχθήκαμε να έχουμε, το διάβολο».
Ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα συγχωρήσεως, είναι εκείνο του αγίου Διονυσίου του καταγόμενου εκ της Ζακύνθου και γενομένου Επισκόπου της Αίγινας.
«Κάποιος άνθρωπος σκότωσε τον αδελφό του αγίου Διονυσίου και για να γλιτώσει την εκδίκηση των συγγενών του φονευθέντος κατέφυγε σε τόπους έρημους. Ο άγιος Διονύσιος ήταν τότε ηγούμενος στο Μοναστήρι της Παναγίας της Αναφωνήτριας στη Ζάκυνθο. Εκεί λοιπόν πήγε ο φονιάς για να κρυφτεί, μη γνωρίζων ότι στο μοναστήρι αυτό ήταν ο αδελφός του ανθρώπου που μόλις είχε σκοτώσει. Πήγε λοιπόν στον Ηγούμενο για να του εξομολογηθεί την αμαρτία του και να του πει ότι είχε σκοτώσει κάποιον άρχοντα ονόματι Κωνσταντίνο και ότι έφυγε στα βουνά για να μην τον θανατώσουν οι συγγενείς του. Όταν ο άγιος Διονύσιος άκουσε την εξομολόγηση και κατάλαβε ότι σκοτωμένος ήταν ο κατά σάρκα αδελφός του, λυπήθηκε τόσο πολύ που τα δάκρυά του έτρεχαν ποτάμι αφού όπως ήταν φυσικό, αγαπούσε τον μονάκριβο αδελφό του. Ο πόνος του ήταν αβάσταχτος και η φωνή του σβηνόταν από την οδύνη λέγοντας στον φονιά του αδελφού του «Γιατί άνθρωπε τον σκότωσες; Τι σου έκανε; Αυτός ήταν ένας καλός άνθρωπος» Γρήγορα όμως συνήλθε από την ανθρώπινη αδυναμία και σκέφθηκε σαν μιμητής του Χριστού, μιμούμενος την ανεξικακία του που συγχώρεσε τους ιδίους τους σταυρωτές του, πήρε θάρρος και σαν καλός Χριστιανός πήρε και ο ίδιος τον φονέα του αδελφού του, τον φιλοξένησε, τον παρηγόρησε και τον έκρυψε από τους διώκτες του που εν τω μεταξύ τον έψαχναν παντού».
Τέτοιες ενέργειες βέβαια σαν του αγίου Διονυσίου, ξεπερνούν την ανθρώπινη λογική. Τέτοια κατορθώματα τα θαυμάζουν όχι μονάχα οι άνθρωποι αλλά και αυτοί οι άγγελοι στον ουρανό. Αυτά τα δύσκολα όμως δεν είναι ακατόρθωτα, είναι δυνατά στους πραγματικούς χριστιανούς και όταν συμβαίνουν έρχεται η δύναμη του Θεού και τους γεμίζει με πολλά  και θαυματουργά χαρίσματα.
Η διδασκαλία λοιπόν της Εκκλησίας του Χριστού, σε καμία περίπτωση δεν δικαιολογεί την Αντεκδίκηση, τον Γδικιωμό, το μίσος και την λεγόμενη Βεντέτα. Αντίθετα ενώ θεωρεί ότι έχει μεγάλη αξία η ανθρώπινη ζωή, ενώ θεωρεί μεγάλη αμαρτία την αφαίρεση και την βλάβη οποιαδήποτε ανθρώπινης ζωής, ενώ συμβουλεύει την τελεία αποφυγή όλων των θανάσιμων αμαρτημάτων που συμβάλουν ή οδηγούν στον φόνο, παρ’ όλα αυτά δεν δικαιώνει εκείνον που για λόγους εκδικήσεως παίρνει τον νόμο στα χέρια του και τιμωρεί τους παραβάτες.
Τέλος, είναι καλό και χρήσιμο, όλοι εμείς οι Κελεφιώτες και λοιποί Μανιάτες, που για πολλά χρόνια πέσαμε στην παγίδα του «Γδικιωμού» να συνεχίσουμε να αγαπάμε την πατρίδα μας, να θυμούμαστε με σεβασμό τους προγόνους μας αλλά σε καμία περίπτωση να μην καλλιεργούμε τέτοιες νοσηρές και ειδωλολατρικές καταστάσεις με το πρόσχημα του «εθίμου» που ζημιώνουν ανεπανόρθωτα και αιώνια την αθάνατη ψυχή μας.